- φελί
- το ломоть, кусок
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φελί — το (λ. λατ.) 1. κομμάτι ψωμιού πλατύ και μακρουλό, η φέτα. 2. κομμάτι τυριού, φαγητού ή γλυκίσματος ταψιού κομμένο σε ορθογώνιο σχήμα ή σχήμα ρόμβου: Φελί μπακλαβά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φελί — και παλ. τ. φελλί, το, Ν 1. πλατύ και επίμηκες τεμάχιο ψωμιού, μεγάλου καρπού ή και αντικειμένου, φέτα 2. σκελίδα μανταρινιού ή πορτοκαλιού 3. ορθογώνιο ή ρομβοειδές τεμάχιο εδέσματος ή γλυκίσματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφέλλι ον* «μικρή μάζα,… … Dictionary of Greek
Τσαντ — I Κράτος της κεντρικής Αφρικής. Συνορεύει στα βόρεια με τη Λιβύη, δυτικά με η Νιγηρία, νότια με το Καμερούν και ανατολικά με το Σουδάν.Διοικητικά η χώρα διαιρείται σε 14 νομούς: Mπάτα (Άτι), Mπιλτίνε (Mπιλτίνε), Mπόρκου Eνέντι Tιμπέστι, Σαρί… … Dictionary of Greek
σκελίδα — η / σκελίς, ίδος, ΝΜΑ, και σκέλιδα Ν, και σχελίς ΜΑ, και σκελλίς Α νεοελλ. καθένα από τα μέρη από τα οποία αποτελείται το ενδοκάρπιο τού καρπού τών εσπεριδοειδών, αλλ. φέτα ή φελί νεοελλ. μσν. καθένα από τα μέρη από τα οποία αποτελείται η κεφαλή… … Dictionary of Greek
φελλί — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 630 μ.) του νομού Γρεβενών. Βρίσκεται NA της πόλης των Γρεβενών, κοντά στη δεξιά όχθη του Αλιάκμονα. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (58 τ. χλμ.). * * * το, Ν βλ. φελί … Dictionary of Greek
φιλί — το, Ν 1. φίλημα («ανάρια ανάρια το φιλί για νά χει νοστιμάδα», παροιμ.) 2. βλ. φελί 3. φρ. «το φιλί τού Ιούδα» προδοσία από πρόσωπο που υποκρινόταν τον φίλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλεῖν, απρμφ. τού ρ. φιλῶ (πρβλ. φα[γ]ί < φαγεῖν)] … Dictionary of Greek
Πικάρ, Oγκίστ — (Piccard, Βασιλεία 1884 – Λοζάνη 1962). Ελβετός μηχανικός, πρωτοπόρος στην εξερεύνηση της υψηλής ατμόσφαιρας και του θαλάσσιου βυθού. Πήρε το δίπλωμά του στη Βασιλεία, όπου και άρχισε να διδάσκει· αργότερα ανέλαβε έδρα στο πολυτεχνείο της Ζυρίχης … Dictionary of Greek